Το άγχος αποχωρισμού είναι η συχνότερη μορφή άγχους της παιδικής ηλικίας και έχει να κάνει με το δεσμό του παιδιού με το άτομο που του παρέχει φροντίδα, που κατά κύριο λόγο είναι η μητέρα του.
Τί είναι όμως δεσμός; Δεσμός είναι η δυναμική ισορροπία, η προσκόλληση μεταξύ βρέφους και μητέρας που εξυπηρετεί την ανάγκη του παιδιού και της μητέρας για ασφάλεια. Η προσκόλληση γίνεται φανερή σε όλες τις ενέργειες του παιδιού και δείχνουν την έντονη επιθυμία του να είναι κοντά στη μητέρα, της χαμογελά, καταφεύγει σε αυτήν για προστασία όταν νιώθει ότι κινδυνεύει, και επιδιώκει να διατηρεί μαζί της σωματική ή οπτική επαφή. Από την άλλη εκφράζει έντονη δυσφορία στον αποχωρισμό από αυτήν. Κάτι ανάλογο όμως ισχύει και από την πλευρά της μητέρας καθώς και η ίδια επιδιώκει άμεση και συνεχή επαφή με το βρέφος της για να νιώσει ασφάλεια.
Αργότερα (μετά το 1 έτος συνήθως) το άγχος αποχωρισμού εκφράζεται όταν το βρέφος βλέπει τη μητέρα του να απομακρύνεται, να φεύγει από το δωμάτιο και να το αφήνει μόνο του, ενώ εκείνο δεν μπορεί να ακολουθήσει. Εκδηλώνει, τότε, έντονη δυσφορία: κλαίει, φωνάζει, κινείται προς την πόρτα και προσπαθεί να την ανοίξει, την κλωτσά, πετά αντικείμενα και παιχνίδια. Ύστερα από λίγο εγκαταλείπει την προσπάθεια και δείχνει εντελώς απελπισμένο. Αυτό το στάδιο ψυχοκοινωνικής εξέλιξης εκδηλώνεται σταδιακά από τον 7ο μήνα της ζωής του παιδιού και κορυφώνεται μεταξύ του 13ου και του 24ου μήνα. Μετά την ηλικία αυτή αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί.
Στις οικογένειες όμως που η μητέρα είναι υπερπροστατευτική και δεσμευτική το παιδί δεν ενθαρρύνεται να αποκτήσει αυτονομία και πρωτοβουλία και γίνεται εξαρτημένο. Σε μια τέτοια σχέση το άγχος αποχωρισμού αντί να ατονήσει μετά το 2 έτος και να εξαφανιστεί, μονιμοποιείται και επαυξάνεται. Η φοίτηση στο σχολείο είναι μια απειλή στη σχέση αυτή και αποτελεί τόσο για το παιδί όσο και για τη μητέρα πηγή έντονου άγχους και ανασφάλειας. Το άγχος αποχωρισμού που επιμένει σε μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί να συνυπάρχει με διαταραχές ύπνου και σχολική φοβία.
Πιο συγκεκριμένα το παιδί μπορεί να παρουσιάσει διαφοροποίηση της ρουτίνας του ύπνου με συχνά παρατηρούμενους εφιάλτες και νυχτερινούς τρόμους.
Επιπλέον, πολύ συχνά παρατηρείται και "σχολική φοβία" δηλαδή ένας παράλογος φόβος του παιδιού να πάει σχολείο. Έτσι, ενώ λέει ότι φοβάται να πάει σχολείο, δεν ξέρει το λόγο. Συχνά δίνει λογικοφανείς εξηγήσεις, όπως η άσχημη συμπεριφορά ενός δασκάλου απέναντί του, ότι το κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά, ότι αδικήθηκε για κάποιο λόγο κ.λπ. Επίσης, σωματικά συμπτώματα όπως εμετοί, διάρροια, ταχυκαρδία, πονοκέφαλοι, κοιλιακοί πόνοι, αποτελούν τις αιτίες τις οποίες το παιδί προβάλλει για να μην πάει σχολείο. Τα συμπτώματα επιδεινώνονται όταν πλησιάζει η ώρα του σχολείου, ενώ δεν υπάρχουν τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ακόμη και αν καταφέρει το παιδί να πάει σχολείο, φαίνεται αξιολύπητο, φοβισμένο, παραπονείται στο δάσκαλο και με την παραμικρή ευκαιρία ζητά να γυρίσει σπίτι. Περισσότερο πλήττονται τα παιδιά ηλικίας 5, 11, 14-15 ετών.
Πώς όμως μπορούν οι γονείς να προλάβουν τις συνέπειες του άγχους αποχωρισμού και να οδηγήσουν σε σωστή επίλυσή του;
Οι γονείς πρέπει να δώσουν έμφαση στην καλλιέργεια της αυτοπεποίθηση του παιδιού τους καθώς επίσης και στην προώθηση της ανεξαρτητοποίησης του από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Επίσης, προσπαθήστε να μην αρχίσετε το νηπιαγωγείο ή το βρεφοκομικό σταθμό μεταξύ της ηλικίας 8 μηνών και 1 χρόνου, όταν είναι πιθανό να πρωτοεμφανιστεί το άγχος αποχωρισμού. Ενδείκνυται η σταδιακή γνωριμία με διάφορα πρόσωπα και χώρους, η ένταξη και η βοήθεια του πατέρα στη διαδικασία επίλυσης του άγχους αποχωρισμού, η χρήση μεταβατικών αντικειμένων όταν το παιδί προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ένα καινούργιο περιβάλλον μακριά από τη μητέρα και η συνεπής και σταθερή αντιμετώπιση της όλης διαδικασίας αποχωρισμού από τους γονείς χωρίς εντάσεις και συναισθηματικά ξεσπάσματα.